-
1 ταλαι-πωρέω
ταλαι-πωρέω, 1) starke Arbeiten, körperliche Anstrengungen, Strapazen od. Drangsale aushalten, Unglück, Elend, Kummer erleiden; Eur. Or. 671; Ar. Lys. 1220; Thuc. 5, 74; λυποῦνται καὶ συνεχῶς ταλαιπωροῦσι, Dem. 2, 16. – 2) trans. ermüden, plagen, πάντα τρόπον τεταλαιπωρήκει ἡμᾶς, Isocr. 8, 19; dah. pass., ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο μηδ' ἄχϑος φέροι, Ar. Ran. 24, u. öfter; ἦσαν τεταλαιπωρημένοι ὑπὸ τῆς νόσου, Thuc. 3, 3, u. öfter; Plat. Phaed. 95 d u. Folgde; ταλαιπωρεῖσϑαι τῷ μήκει τοῦ πολέμου, Dem. 18, 19; ταλαιπωρηϑείς, in der ersten Bdtg des act., Isocr. 3, 64; τεταλαιπώρηνται διὰ τὸν πόλεμον, 5, 37; σῶμα ταλαιπωρούμενον, ermüdeter, erschöpfter Leib, Plut. Brut. 37.
-
2 ταλαιπωρεω
1) переносить страдания, страдать, терпеть(τι Eur.; ὑπὸ χειμῶνος Thuc.; τῷ σώματι τ. Lys.)
2) причинять страдания, заставлять страдать(τινα Isocr.)
; pass. страдать, мучиться(τῷ μήκει τοῦ πολέμου Dem.; τεταλαιπωρημένοι ὑπὸ τῆς νόσου Thuc.)
ἐν τοῖς ἀγροῖς ταλαιπωρούμενοι Arph. — выполняющие тяжелую работу на полях -
3 ταλαιπωρέω
Aτεταλαιπώρηκα Isoc.8.19
, etc.:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med.- ήσομαι Aristid.1.438
J.: [tense] aor.ἐταλαιπωρήθην Isoc.3.64
, etc.: [tense] pf.τεταλαιπώρημαι Gal.6.560
:—do hard work, endure hardship or distress, E.Or. 672, Th.1.99, 5.74;ὑπὸ χειμῶνος Id.2.101
; ἑωυτοῖσι for their own benefit, Hp.Aër.16; ;τῷ σώματι ἀδύνατος ταλαιπωρεῖν Lys.31.12
; : c. dat., suffer by reason of, ἐλπίσι κεναῖς Polystr.p.31 W.II rarely trans., distress, trouble, , cf. D.C.38.20; ἀνδρὸς.. ὑμᾶς μηδ' ὅσον προπέμψαι ποι αὐτὸν ἀπιόντα.. -ήσαντος who did not trouble you even to.., Id.56.41:—freq. in [voice] Pass., to be distressed, suffer hardship, Hp.Aër.19, Th.3.78 (s.v.l.), Pl.Phd. 95d, R. 372d;ἐν τοῖς ἀγροῖς.. ταλαιπωρουμένους Ar.Pl. 224
;ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο μηδ' ἄχθος φέροι Id.Ra.24
, cf. V. 967; τεταλαιπωρημένοι ὑπὸ τῆς νόσου worn out by.., Th.3.3;τῷ μήκει τοῦ πολέμου D.18.19
;διὰ τὸν πόλεμον Isoc. 5.38
; τὸ σῶμα ταλαιπωρούμενον being distressed, Plu.Brut.37;σμικρὰ παιδία.. κρύει ταλαιπωρούμενα Gal.6.43
; ἐν ταῖς ὁσημέραι πράξεσι πολλὰ -ούμενος ib.471.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπωρέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский